- καθόλου
- (AM καθόλου)επίρρ.1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν»)2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον», Πολ.)νεοελλ.1. (σε ερωτήσεις) λίγο, κάπως («μέ θυμήθηκες καθόλου;»)2. (έναρθρο) τα καθόλουτα γενικάμσν.(σε θετ. πρότ.) εντελώς, πλήρωςαρχ.1. (στη λογική) το γενικό, σε αντιδιαστολή με το «καθ' έκαστον», με το ειδικό («λέγω δὲ καθόλου μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῑσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ τὸ μή», Αριστοτ.)2. (έναρθρο) α) ὁ καθόλουγενικός, συνολικός, καθολικόςβ) τὰ καθόλουοι γενικές αλήθειες3. (με το άρθρο τὸ) «τὸ καθόλου» — αντί τού απλού καθόλου («τὸ καθόλου μη φθέγγεσθαι», ΚΔ)4. φρ. α) «ἡ τῶν καθόλου πραγμάτων τάξις» — η παγκόσμια ιστορία, Πολ.β) «ἡ καθόλου ἐκκλησία» — η παγκόσμια χριστιανική εκκλησία, Σωζόμ.γ) «Ἡ καθόλου προσῳδία» ή απλὼς «Η καθόλου» — τίτλος έργου τού Ηρωδιανού περί τόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «καθ' ὅλου» (ενν. μέρους) < κατά + γεν. εν. τού ουδ. γένους τού ποσοδείκτη ὅλος- -η -ον. Η αρχικὴ σημασία ήταν «γενικά, στο σύνολο, εντελώς», εξελίχθηκε όμως στην αντίθετή της «ουδόλως, ουδαμώς»].
Dictionary of Greek. 2013.